ιστοριοδίφης

ιστοριοδίφης
ο , ιστοριοδίφηςίφις (-ιδος) η историк

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ιστοριοδίφης" в других словарях:

  • ιστοριοδίφης — ο, θηλ. ιστοριοδίφις αυτός που ερευνά ιστορικές πηγές και συγκεντρώνει στοιχεία για τη συγγραφή ιστορικού συγγράμματος, ιστορικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιστορία + δίφης (< διφώ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. αστρο δίφης, φυσιο δίφης. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • ιστοριοδίφης — ο αυτός που ερευνά τις ιστορικές πηγές, ιστορικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βλαχογιάννης, Γιάννης — (Ναύπακτος 1867 – Αθήνα 1945).Ιστοριοδίφης και λογοτέχνης. Από την κοινή ονομασία της γενέτειράς του (Έπαχτος), υιοθέτησε το φιλολογικό ψευδώνυμο Γιάννης Eπαχτίτης. Η μητέρα του είχε σουλιώτικη καταγωγή· η προμάμμη του, Λαμπρογκιώναινα, ανήκε σε… …   Dictionary of Greek

  • Γεδεών, Μανουήλ — (Κωνσταντινούπολη 1851 – Αθήνα 1943). Λόγιος, ιστοριοδίφης και μέγας χαρτοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αμέσως μετά την αποφοίτησή του από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή άρχισε να συνεργάζεται με διάφορες εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης.… …   Dictionary of Greek

  • αναδρομάρης — άρα, και άρισσα, ικο 1. αυτός που τρέχει πάνω κάτω, που διαρκώς κινείται 2. αυτός που ανατρέχει σε παλαιότερα ιστορικά αρχεία, έγγραφα κ.λπ., που ασχολείται με έρευνες και αναζητήσεις, ιστοριοδίφης, ερευνητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδρομή + άρης] …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοδίφης — ο αυτός που ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της αρχαιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + δίφης < διφώ «ερευνώ» (πρβλ. γλωσσοδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης). Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Πληθωνίδη] …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοδίφης — ο αυτός που ερευνά ειδικά γλωσσικά προβλήματα και φαινόμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + δίφης < διφώ «ερευνώ» (πρβλ. αρχαιοδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης). Η λ. μαρτυρείται στον Δημ. Αλ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • διφώ — διφῶ ( άω και έω) (Α) ερευνώ, αναζητώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για εκφραστικό (θαμιστικό επιτατικό) μεταρρηματικό παράγωγο σε άω. Εμφανίζεται ως β συνθετικό λέξεων με τη μορφή δίφης (πρβλ. αστροδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης κ.ά …   Dictionary of Greek

  • ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • ιστοριοδιφικός — ή, ό [ιστοριοδίφης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιστοριοδίφη. επίρρ... ιστοριοδιφικώς και ά με ιστοριοδιφικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • Γαλαξίδι — Κωμόπολη (1.718 κάτ.) του νομού Φωκίδος, στη βόρεια ακτή του Κορινθιακού κόλπου, έδρα του ομώνυμου δήμου. Στην περίοδο της ιστιοφόρου ναυτιλίας, το Γ. γνώρισε μεγάλη ακμή και ήταν πασίγνωστο για τον μεγάλο στόλο, τον πλούτο και τη ναυτική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»